Πολιόχνη: το έργο της αποκατάστασης κατά τα έτη 2016-2023

Τον Οκτώβρη του 2016 αρχίζει το μεγάλο, πολυσχιδές και δύσκολο έργο της συντήρησης και αποκατάστασης του εμβληματικού προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης, ένα από τα σημαντικότερα οικιστικά και διαμετακομιστικά κέντρα του Αιγαίου.   Το έργο με τη συμβολή της Διαχειριστικής Αρχής του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης της Περιφέρειας Β. Αιγαίου, εντάχθηκε  ως πράξη «Αποκατάσταση, συντήρηση και ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Πολιόχνης ν. Λήμνου» στο Ε.Π. «Βόρειο Αιγαίο 2014-2020».

      Για την ωριμότητα του έργου, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου είχε φροντίσει να υποβάλλει ήδη από το 2015 στις κεντρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού τον  σχεδιασμό του πλαισίου για την προστασία και συντήρηση της Πολιόχνης. Από τις γόνιμες συζητήσεις που ακολούθησαν επί της μελέτης σε επάλληλες και στενές συνεργασίες με τις αρμόδιες Υπηρεσίες των κεντρικών Διευθύνσεων Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων,  τις οποίες και ευχαριστούμε θερμά για τη συμβολή τους, οδήγησαν στον προσεχτικό στρατηγικό σχεδιασμό των επί μέρους περαιτέρω μελετών που όφειλαν να εκπονηθούν σύμφωνα με τις ανάγκες της ιστορικής και αρχαιολογικής τεκμηρίωσης, αλλά και των διεπιστημονικών μεθόδων που θα εφαρμόζονταν, σε μία αχανή έκταση 12 στρεμμάτων με πυκνές και επάλληλες αρχαιότητες.

    Η θλιβερή εικόνα που παρουσίαζε η κακή κατάσταση διατήρησης της Πολιόχνης αποτύπωνε σε όλο της το εύρος, την εγκατάλειψη και φθορά των τελευταίων ετών: τμήματα του οικισμού είχαν μετατραπεί σε λιθοσωρό , τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του παρουσίαζαν αποκολλήσεις των μετώπων τους, ενώ η αυτοφυής και πυκνή βλάστηση είχε καταστήσει επί δεκαετίες απροσπέλαστη την πρόσβαση προς το νότιο τμήμα του περιβόλου.

      Το έργο είχε ως φιλόδοξο στόχο να αποκαταστήσει την εικόνα του μνημείου με την ανάδειξη της διαδοχής των οικοδομικών φάσεων, να αναστηλώσει τμήματα εμβληματικά, όπως ο περίβολος, που παρουσίαζε σοβαρότατες καταρρεύσεις και να προσεγγίσει την φυσιογνωμία του οικισμού βάσει της φωτογραφικής και σχεδιαστικής αποτύπωσης και της επιστημονικής τεκμηρίωσης των πρώτων ανασκαφών.

         Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι έπρεπε όλοι μαζί, οι συντονιστές και οι υπεύθυνοι του έργου, και ιδίως το ειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που προσλήφθηκε μέσα από μια πυκνή σειρά άχαρων και γραφειοκρατικών διαδικασιών, αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες μηχανικοί, τοπογράφοι  μηχανικοί και συντηρητές, να συνεργαστούμε επί της ουσίας και να ερευνήσουμε  το μνημείο από την αρχή, ξεκινώντας την ανάγνωση από την μακρά ιστορία της έρευνας και των επεμβάσεων του…

       Η ιστορία αυτή μας μεταφέρει εκατό περίπου χρόνια πίσω, όταν η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας με αφορμή την εύρεση της στήλης των Καμινίων φτάνει στην Λήμνο στο τέλος της δεκαετίας του ’20. Οι έρευνες στον όρμο του Βρόσκοπου αρχίζουν το καλοκαίρι του 1930, και έως το 1936 έχει έρθει στο φως μεγάλο τμήμα του προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης.

       Τα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα διακόψουν τις έρευνες και η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή θα επιστρέψει στην Πολιόχνη μόλις την δεκαετία του ΄50. Τότε θα ανατεθεί στον Luigi Bernabo Brea η συνέχιση των ερευνών και εν μέρει η συντήρηση του μνημείου, ενώ την ίδια περίοδο η πρώτη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Λήμνου θα φιλοξενήσει τα πολυσήμαντα ευρήματα της Πολιόχνης.  

         Τα οικοδομικά λείψανα του μνημείου όμως θα παραμείνουν και πάλι απροστάτευτα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή θα επιστρέψει στην ερειπωμένη πια Πολιόχνη μόλις το 1986. Τότε και σε συνεργασία με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία θα αρχίσει ένα συστηματικό πρόγραμμα αποκαταστάσεων του οικισμού, με σκοπό την συντήρηση του μνημείου και την οργάνωσή του για πρώτη φορά σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο. Το διάστημα εκείνο θα συντηρηθεί το κεντρικό τμήμα της Πολιόχνης και μέρος του περιβόλου, με τη χρήση λεπτόκοκκου ασβεστοκονιάματος ως συνδετικού υλικού και η διάκριση των συμπληρώσεων θα γίνει με τους εξής τρόπους:

  • Με ταινία χρωματιστού κονιάματος πάχους 2 εκ.
  • Με μία σειρά από κεραμίδια (όστρακα)
  • Με υποχώρηση μικρού βάθους σε σχέση με την επιφάνεια της αυθεντικής τοιχοποιίας

          Το 1994, με την πρωτοβουλία της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη και της UNESCO για τη συνάντηση πενήντα προσωπικοτήτων στον χώρο και την υπογραφή της Διακήρυξης της Πολιόχνης, ο αρχαιολογικός χώρος, οργανωμένος πλέον και επισκέψιμος, αναδεικνύεται σε εμβληματικό μνημείο της Λήμνου και του Αιγαίου πελάγους. Παρόλα αυτά οι εργασίες συντήρησης διακόπτονται και πάλι, και τα πολύπαθα οικοδομικά λείψανα του οικισμού αρχίζουν να καταρρέουν.

          Η φθορά του μνημείου εντείνεται τις δύο επόμενες δεκαετίες, με τους τοίχους να εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα αποσάθρωσης και διόγκωσης. Το 2015 πλέον το μνημείο σημειακά δίνει την εικόνα ερειπιώνα. Τα αίτια της φθοράς σύνθετα και ποικίλα, όπως οι σε μεγάλο βάθος  πρώτες ανασκαφές είχαν εκθέσει μεγάλα τμήματα τοιχοποιιών, με αποτέλεσμα εκτεταμένες αποκολλήσεις μετώπων και απόκλιση των τοίχων από την κατακορυφότητα. Επιπλέον οι φυσικοί παράγοντες, όπως η μεταφορά διαλυτών αλάτων λόγω της άμεσης γειτνίασης του μνημείου με τη θάλασσα και η εκτεταμένη ανάπτυξη βλάστησης προκάλεσαν απολεπίσεις του δομικού υλικού και καταστροφή της συνοχής των δομών. Σημαντικά συντέλεσαν και τα όμβρια ύδατα, που δεν απέρρεαν προς τους φυσικούς αποδέκτες, αλλά λίμναζαν στο εσωτερικό των χώρων προκαλώντας εξασθένιση του εδάφους έδρασης και καθίζηση των τοιχοποιιών. Τέλος, η ίδια η φύση του συνδετικού υλικού, το οποίο είναι εύκολο να ξεπλυθεί από τις βροχοπτώσεις, οδήγησε στη σταδιακή αποδυνάμωση ακόμα και των μεγάλου πλάτους τοίχων.

          Με την έναρξη του έργου το 2016 και με τις πρώτες αποψιλώσεις, διαπιστώθηκε ότι η αποκατάσταση του μνημείου θα απαιτούσε την αντιμετώπιση δύο ετερογενών αρχιτεκτονικών μορφών ερειπίων που διασώζονταν κατά χώραν: τα οικιστικά κατάλοιπα και ο νότιος περίβολος, που σε ορισμένα σημεία το ύψος του ξεπερνούσε τα πέντε μέτρα.  Για την συστηματικότερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση των εργασιών, η διεπιστημονική ομάδα του έργου που επιμερίσθηκε σε δύο υποομάδες, επικεντρώθηκε  στον περίβολο, που όριζε από τα ΝΔ τον οικισμό, και στον «κεντρικό τομέα», το σύνολο δηλαδή  των νησίδων που αναπτυσσόταν ανατολικά του περιβόλου, μέχρι και το φρύδι του πρανούς. Προτεραιότητα δόθηκε κατόπιν συζητήσεων με τις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στη μελέτη και αποκατάσταση του «Κεντρικού Τομέα»,  στην ευρύτερη αποστράγγιση του χώρου, με την εκπόνηση υδραυλικής μελέτης, καθώς και γεωτεχνικής μελέτης για τη στερέωση των ανατολικών θαλάσσιων πρανών, μελέτες που εκπονήθηκαν από τον πολιτικό μηχανικό κο Γεώργιο Ντουνιά.

        Ο Κεντρικός Τομέας αποτελεί ένα σύνολο πέντε οικοδομικών νησίδων, αναπτυσσόμενου στο μεγαλύτερο μέρος του κατά μήκος μίας μακράς οδικής αρτηρίας, καθώς τόσο η θέση του κεντροβαρικά στον οικισμό και σε άμεση μάλιστα επαφή με τη διαδρομή επισκεπτών, όσο και η καλή φαινομενικά κατάσταση διατήρησής του, αλλά και οι πολυάριθμες επεμβάσεις αποκατάστασης που δέχτηκε κατά το χρονικό διάστημα 1986-1994, το καθιστούσαν ιδανική αφετηρία των επεμβάσεων.

         Για την προετοιμασία εκπόνησης των μελετών αποκατάστασης, αλλά και για τον εξορθολογισμό της επιστημονικής τεκμηρίωσης, ήδη από τον δεύτερο μήνα υλοποίησης του έργου ομάδα εξωτερικών συνεργατών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Φωτογραμμετρίας του ΕΜΠ κ. Α. Γεωργόπουλου, πραγματοποίησε γεωμετρική τεκμηρίωση στο τμήμα επέμβασης του οικισμού με φωτογραμμετρικές μεθόδους. Με τον τρόπο αυτό τέθηκαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών, μίας πρωτότυπης ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων επιστημονικής τεκμηρίωσης που θα περιλάμβανε όλες τις πληροφορίες και στοιχεία που αφορούσαν το μνημείο από τις πρώτες και μεταγενέστερες επεμβάσεις, με λεπτομερή σχεδιασμό, φωτογράφιση των καταλοίπων και την αναγνώριση και καταγραφή της παθολογίας ανά χώρο, καθώς και τις πρόσφατες επεμβάσεις που θα εφαρμόζονταν από τις εγκεκριμένες επιμέρους μελέτες.

         Βασική προτεραιότητα επί των επεμβάσεων ήταν να προσδιοριστεί η σύσταση του κονιάματος που θα μπορούσε να είναι συμβατό με το δομικό υλικό του προϊστορικού οικισμού. Η συμβολή της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων ήταν καθοριστική και ιδίως της αγαπητής και έμπειρης συναδέλφου κας Ελένης Τουμπακάρη, που με ζωηρό ενδιαφέρον μας πρότεινε συμβατή σύσταση κονιάματος, η εφαρμογή του οποίου έγινε κατόπιν διαδοχικών εργαστηριακών ελέγχων,  όπως της θλιπτικής και καμπτικής αντοχής του, διενέργεια δοκιμών του υλικού των δόμων για τον υπολογισμό των αντοχών τους, καθώς και έλεγχος των ιδιοτήτων των υλικών επίχωσης υπό ενδεικτικές, αλλά χαρακτηριστικές καταστάσεις μερικού κορεσμού και φυσικά πλήρους κορεσμού, από το εργαστήριο Έδαφος Α.Ε.

      Η σύσταση του κονιάματος που χρησιμοποιήθηκε τελικά για την αποκατάσταση της Πολιόχνης ήταν:

  • 30% κ.β. τοπικό εδαφικό υλικό κοσκινισμένο στα 2 χιλ.
  • 30% κ.β. τοπική άμμος νταμαρίσια χρώματος γκρι, απαλλαγμένη αλάτων, με κοκκομετρική διαβάθμιση 0-5 χιλ.
  • 30% κ.β. τοπική άμμος χρώματος κίτρινου, απαλλαγμένη αλάτων, με κοκκομετρική διαβάθμιση 0-2 χιλ.
  • 10% κ.β. λευκό τσιμέντο Portland τύπου Δανίας 52,5R
  • 0,43% χρωστική ουσία

    από σταθεροποιημένο εδαφικό υλικό που εναρμονιζόταν  ως προς την υφή και το χρώμα του με το αρχαίο συνδετικό υλικό.

     Παράλληλα με τις παραπάνω εργασίες και προκειμένου να συνταχθεί από πλευράς της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου η πρόταση αποκατάστασης τόσο του «κεντρικού τομέα» όσο και του περιβόλου, έπρεπε να προηγηθεί η αρχαιολογική τεκμηρίωση του μνημείου. Και καθώς σημειακές ανασκαφικές εργασίες προχωρούσαν τόσο στον κεντρικό τομέα του οικισμού όσο και στον περίβολο το μνημείο άρχισε να αποκαλύπτεται από την αρχή… οι τοιχοποιίες καθαρίστηκαν, αναγνωρίστηκαν οι οικοδομικές φάσεις, σημεία που έμοιαζαν με λιθοσωρούς άρχισαν να αποκτούν εικόνα, ενώ το δύσκολο και πολύ κατεστραμμένο τμήμα του νότιου περιβόλου, μετά τον καθαρισμό του, έγινε αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων από την ομάδα του έργου, τόσο για την αρχαιολογική του προσέγγιση, όσο και για την πρόταση αναστήλωσής του…

       Για την αρχαιολογική τεκμηρίωση της Πολιόχνης οι διεπιστημονικές υποομάδες του έργου προχώρησαν στη διενέργεια τριών ανασκαφικών τομών: μία στο υψηλότερο άσκαφο σημείο του οικισμού, τη λεγόμενη ακρόπολη, και δύο εσωτερικά και εξωτερικά του νότιου περιβόλου. Η πληρέστερη, ωστόσο, σύνθεση και ερμηνεία των ανασκαφικών δεδομένων απαιτούσε στο πλαίσιο της ευρύτερης διεπιστημονικής συνεργασίας, την υλοποίηση ερευνητικών μελετών και προγραμμάτων που για πρώτη φορά  διενεργήθηκαν από εξωτερικούς συνεργάτες και με την υποστήριξη του έργου ΕΣΠΑ  της Εφορείας. Στις έρευνες αυτές συγκαταλέγονται η   δορυφορική τηλεπισκόπιση υπό τη διεύθυνση του καθηγητή του ΕΜΠ κ. Κ. Καράτζαλου, οι γεωαρχαιολογικές έρευνες από την ομάδα του καθηγητή Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Κων/νου Βουβαλίδη, οι ραδιοχρονολογήσεις από τον καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής κο Γιώργο Φακορέλλη,  οι  αναλύσεις κεραμικής με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας και τον ερευνητή Γιώργο Πολυμέρη του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, οι αρχαιομαγνητικές έρευνες από την καθηγήτρια κα Ελένη Αηδονά του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, καθώς και οι αρχαιοβοτανικές έρευνες από την αρχαιοβοτανολόγο κ. Γεωργία Κοτζαμάνη. Μέσα από την σύνθεση όλων των παραπάνω νέων δεδομένων, η μελέτη των οποίων βρίσκεται σε τελικό στάδιο και πρόκειται να δημοσιευτεί σε συλλογικό τόμο, αλλά και στηριζόμενοι στην πολυετή έρευνα της Ιταλικής Σχολής και την υποδειγματική δημοσίευση της θέσης από τον Luigi Bernabo-Brea, είμαστε σε θέση να εξάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα για το μνημείο, την ιστορία του και το παλαιοπεριβάλλον του:

     Το αρχικό πεδίο ανάπτυξης του οικισμού φαίνεται ότι αποτέλεσε μια παράκτια αναβαθμίδα εν είδει τράπεζας από ψαμμίτη, με ήπια μάλλον κλίση στις τρεις τουλάχιστον πλευρές της, τη βόρεια, τη νότια και τη δυτική και με μέγιστο ύψος επτά (7) περίπου μέτρων. Η απόσταση της από την θάλασσα δεν φαίνεται να ξεπερνούσε τα 100μ. με βάση τις περιοχές στον μυχό του σημερινού όρμου.

       Η τράπεζα πλαισιωνόταν στην βόρεια και νότια πλευρά της από χειμάρρους, που κατέληγαν ανατολικά στη θάλασσα. Στα νότια, μάλιστα, φάνηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα κατοίκησης στην Πολιόχνη, υπήρχε και  μια κλειστή υφάλμυρη λιμνοθάλασσα με έντονες εισροές γλυκών υδάτων του ποταμού, που την καθιστούσαν έως και έλος.

       Στα δυτικά της Πολιόχνης, απλώνεται μία εύφορη λεκάνη, από τις μεγαλύτερες στην ανατολική Λήμνο. Και εδώ υπάρχουν ενδείξεις για την πιθανή κοίτη ανενεργού πλέον χειμάρρου. Εάν η υπόθεση αυτή ισχύει, η τράπεζα, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε ο οικισμός της Πολιόχνης, περιοριζόταν από φυσικούς υδάτινους σχηματισμούς, ρέματα και θάλασσα, οι οποίοι λειτουργούσαν τόσο ευεργετικά, από άποψη εξασφάλισης ζωτικών πόρων και φυσικής οχύρωσης, όσο και καταστροφικά, σε περιπτώσεις πλημμυρικών επεισοδίων, για τον οικισμό.

        Σε κάθε περίπτωση, το περιβάλλον φαίνεται ως ιδανική επιλογή τόσο για καλλιέργειες όσο και για άμεση πρόσβαση στους θαλάσσιους δρόμους διακίνησης αγαθών της εποχής, θέτοντας ωστόσο προκλήσεις που οι κάτοικοι του χώρου κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν.

      Οι πρώτοι ανασκαφείς της Πολιόχνης αναγνώρισαν επτά οικοδομικές φάσεις στον οικισμό, τις οποίες επεσήμαναν με διαφορετικά χρώματα. Οι οικοδομικές αυτές φάσεις, από την μελανή έως την κίτρινη, καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από 3400 π.Χ. περίπου έως το 2100 π.Χ., και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν πρόσφατα και συνδυαστικά τόσο από τις ραδιοχρονολογήσεις με άνθρακα 14 όσο και από τη θερμοφωταύγεια. Οι ανασκαφείς δεν προχώρησαν στο ίδιο βάθος παντού, καθώς η δόμηση στον οικισμό ήταν πυκνή, και τα βαθύτερα στρώματα ερευνήθηκαν μόνο σε επιλεγμένα σημεία. Σύμφωνα με όσα επαληθεύονται έως σήμερα από την έρευνα στον κεντρικό τομέα, οι πρώτοι κάτοικοι έχτισαν κατοικίες ωοειδούς κάτοψης με λιθόκτιστο θεμέλιο και δίχως συγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο (Μελανή οικοδομική φάση, 1η). Σταδιακά, τα περιγράμματα των τοίχων γίνονται ευθύγραμμα και χτίζονται ορθογώνια κτήρια στον τύπο του μεγάρου (Κυανή οικοδομική φάση, 2η ). Πρόκειται για τον αρχιτεκτονικό τύπο που διατηρείται με ανεπαίσθητες παραλλαγές σε όλο το χρονικό εύρος της προϊστορικής κατοίκησης στην Πολιόχνη, η οποία είναι συνεχής έως την τελική εγκατάλειψή της.

         Ο περίβολος της Πολιόχνης αποτέλεσε έργο δημόσιου χαρακτήρα που καθ’ όλη τη διάρκεια κατοίκησής  του οικισμού επεκτεινόταν ή σημειακά ανακατασκευαζόταν, έως την   οριστική εγκατάλειψή του στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Σύμφωνα με τις πρόσφατες απόλυτες χρονολογήσεις που προέκυψαν μέσα από την ανάλυση σημαντικού αριθμού δειγμάτων άνθρακα, απανθρακωμένων σπόρων και οστράκων που ελήφθησαν εσωτερικά και εξωτερικά του Ν τμήματος του περιβόλου και σε συνδυασμό με τις στρωματογραφικές/δομικές παρατηρήσεις, το χρονικό εύρος εργασιών κατασκευής και επανακατασκευών του περιβόλου καλύπτει μια περίοδο από το 3200 π.Χ έως και το 2300π.Χ με τη διάκριση δύο κύριων κατασκευαστικών φάσεων. Μιας πρώιμης που καλύπτει από το τέλος περίπου της 1ης (Μελανή) οικοδομικής φάσης του οικισμού έως το τέλος της 2ης (Κυανή) και μιας ύστερης από την αρχή της 3ης (Πράσινη) έως και την αρχή της 4ης (Ερυθρή).

Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες  διαφάνηκε ότι η χάραξη και έδρασή του ακολούθησε το όριο της τραπεζόσχημης αναβαθμίδας επί της οποίας διαμορφώθηκε ο οικισμός. Έως σήμερα έχει αποκαλυφθεί και ερευνηθεί το ένα τρίτο της περιμέτρου του,  με τα πιο καλοδιατηρημένα τμήματά του να σώζονται  στα δυτικά και νότια και σημειακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του να έχουν ερευνηθεί στα βόρεια και βορειοανατολικά. Αξίζει να αναφερθεί ότι από τις  πρόσφατες γεωφυσικές έρευνες στο ΒΔ τμήμα του οικισμού, το οποίο αποτελεί το μόνο ανεξερεύνητο ανασκαφικά τμήμα του μνημείου, διαφάνηκε ότι υφίσταται η συνέχειά του, με πιθανή την ύπαρξη πύλης σε αυτό το σημείο. Σε αυτή την περίπτωση, ενισχύεται το μοντέλο κάτω και άνω πόλης. όπως το γνωρίζουμε από τη σύγχρονη φάση της Τροίας και άλλων οικισμών της εποχής.

      Όπως όλα δείχνουν, η κύρια λειτουργία του περιβόλου ήταν αναλημματική με σκοπό την κατασκευή ανδήρων και την εξασφάλιση επιπλέον χώρων, αν και δεν αποκλείεται σε περιόδους κρίσεις να αποκτούσε και αμυντικό χαρακτήρα. Τα άνδηρα διαμορφώνονταν από παράλληλους τοίχους, μέσα στους οποίους δημιουργούνταν παραλληλόγραμμοι, ευμεγέθεις χώροι δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Τέτοιοι χώροι είναι και τα κτίρια του λεγόμενου Βουλευτηρίου και της Σιταποθήκης.

       Ένα ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο του περιβόλου είναι ότι από την πρώτη κιόλας οικοδομική του φάση, είχε αρχίσει να σχηματίζεται εξωτερικά και κατά μήκος του θεμελίου του μία μορφή τεχνητής επίχωσης, η οποία θα πρέπει να δημιουργήθηκε από εκατοντάδες κυβικά, προερχόμενα κυρίως από τη ρίψη υλικού κάθε φορά που ανυψωνόταν ο οικιστικός ορίζοντας της Πολιόχνης. Συνεπώς σταδιακά ανυψωνόταν και το επίπεδο εξωτερικά του περιβόλου, σχηματίζοντας ταυτόχρονα ένα είδος αντιστήριξης στις πιέσεις των κατασκευών που εφάπτονταν πάνω του. Έτσι, η τελική εικόνα που θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε για το πώς θα φαινόταν ο περίβολος, τουλάχιστον στο νότιο τμήμα του οικισμού κατά την τελευταία οικοδομική του φάση θα είχε να κάνει με έναν συνεχές τοίχο χαμηλού ύψους, όπου κάποιος θα μπορούσε με ευκολία να βγει από το εσωτερικό του οικισμού και να κινηθεί λίγο χαμηλότερα εξωτερικά αυτού, στο φυσικό πρανές που θα είχε διαμορφωθεί από την συσσωρευμένη επίχωση.

        Παράλληλα, οι γεωφυσικές έρευνες εκτός του οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου επαλήθευσαν την απουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων προϊστορικής κατοίκησης, κατέδειξαν όμως την υψηλή πυκνότητά τους στο αδιερεύνητο τμήμα του οικισμού.  Παρόμοιες  έρευνες έγιναν σε σημεία εκτός του οριοθετημένου αρχαιολογικού χώρου και απέδωσαν ισχυρές ενδείξεις για την πιθανή θέση του νεκροταφείου της Πολιόχνης που αποτελούσε και το μεγάλο αίνιγμα των παλαιότερων αρχαιολογικών ερευνών.

           Με βάση όλα τα παραπάνω διεπιστημονικά τεκμήρια, τη συστηματική καταγραφή της παθολογίας, και την εκπόνηση της απαραίτητης δομοστατικής μελέτης που συνέταξε ο πολιτικός μηχανικός  κ. Κων/νος Παπαντωνόπουλος για τον περίβολο, και με στόχο τη διατήρηση  των αυθεντικών τοιχοποιών και την προστασία τους από την περαιτέρω φθορά, εκπονήθηκαν από το ωρομίσθιο προσωπικό του έργου δύο αρχιτεκτονικές μελέτες: της αποκατάστασης του κεντρικού τομέα της Πολιόχνης και της αποκατάστασης του νότιου και δυτικού περιβόλου.  Οι εργασίες που ακολούθησαν, μετά την έγκριση των μελετών,  συνοψίζονται στα εξής:

    Στον κεντρικό τομέα προχωρήσαμε στην αφαίρεση των παλαιών τσιμεντοκονιαμάτων και σε επαναφορά των λιθοδομών στην αυθεντική τους μορφή, όπου τα στοιχεία επαρκούσαν. Όπου δεν υπήρχε βεβαιότητα σε σχέση με τη διαμόρφωση των χώρων και τη διάταξη του συνόλου, έγινε απλή στερέωση των τοίχων, ώστε η επέμβαση να μην προχωρήσει σε συμπληρώσεις και ανατάξεις αυθαίρετες. Εξαίρεση αποτέλεσε ο ανατολικός τοίχος του μεγάρου 605, στην επιφάνεια του οποίου συγκεντρωνόταν όλο το φάσμα των προγενέστερων επεμβάσεων αποκατάστασης και επομένως επιλέχθηκε να λειτουργήσει ως ιστορική μαρτυρία.

    Οι σωζόμενες τοιχοποιίες στερεώθηκαν και συμπληρώθηκαν ενώ στους τοίχους που σώζονταν σε μικρό ύψος έγινε η απαραίτητη συμπλήρωση μίας σειράς μόνον λίθων, με σκοπό να αντιμετωπιστεί το βασικό πρόβλημα της ασάφειας των περιγραμμάτων. Οι συμπληρώσεις διαχωρίστηκαν από την αυθεντική λιθοδομή με λεπτές λωρίδες φύλλων μολύβδου. Περισσότερο εκτεταμένες συμπληρώσεις  έγιναν κυρίως σε τοιχοποιίες της ερυθρής περιόδου που αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο ύψος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι περιμετρικοί τοίχοι του κτιρίου της ερυθρής περιόδου της νησίδας VII και οι χώροι 828-829 της νησίδας XIII. Η αποκατάσταση των συγκεκριμένων τοιχοποιιών εκτός από την ολοκλήρωση του περιγράμματος των χώρων, είχε και στατικό σκοπό, αφού οι αποκατεστημένοι τοίχοι μπορούσαν πλέον να λειτουργήσουν αναλημματικά και να συγκρατήσουν τις πιέσεις του υπερυψωμένου εδάφους των γειτονικών  κτιρίων της επόμενης οικοδομικής φάσης.

        Δημιουργήθηκε υπόβαση των λιθοδομών στα σημεία όπου η επίχωση στην οποία εδράζονταν, εκτεθειμένη σε διαρκή αποσάθρωση,  κρίθηκε ότι αδυνατούσε να παραλάβει επαρκώς τα φορτία. Στις περιπτώσεις αυτές, που και πάλι εντοπίζονται στα σημεία επαφής διαφορετικών οικοδομικών φάσεων, κατασκευάστηκε τοιχίο στήριξης μικρού πλάτους που επενδύθηκε με διπλή στρώση κονιάματος, ώστε να προσομοιάζει σε χωμάτινη κατασκευή.

         Παράλληλα, έγινε επιχωμάτωση του εσωτερικού των χώρων, προκειμένου να αποκατασταθεί το επίπεδο χρήσης τους και κατ’ επέκταση η οργάνωση του κτιριακού συνόλου, αλλά και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κλίσεις που θα επέτρεπαν την απομάκρυνση των ομβρίων υδάτων από το κέντρο των νησίδων προς τις βασικές οδικές αρτηρίες του οικισμού.

         Στην κεντρική οδό του οικισμού, όπου διαπιστώθηκε η διαμόρφωση επιλεγμένων διαδρομών κίνησης των επιφανειακών ομβρίων, προβλέφθηκαν από τη μελέτη εξασφάλισης της απορροής του αρχαιολογικού χώρου που εκπόνησε η Έδαφος Α.Ε. και κατασκευάστηκαν από το προσωπικό του έργου χαμηλοί αναβαθμοί από σταθεροποιημένο υλικό. Κατόπιν διαστρώθηκαν λιθοσυντρίμματα στις θέσεις όπου είχαν δημιουργηθεί επιφανειακές αυλακώσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η συνεχόμενη εξέλιξη των εδαφικών διαβρώσεων.

Η εγκεκριμένη μελέτη αποκατάστασης του κεντρικού τομέα και η εμπειρία της εφαρμογής της, χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως βάση για την αποκατάσταση και του νότιου τομέα του οικισμού. Ακολουθήθηκε η ίδια μέθοδος τεκμηρίωσης της υφιστάμενης κατάστασης και οι ίδιοι άξονες επέμβασης.

  Αντίστοιχα για την αναστήλωση και αποκατάσταση του νότιου και δυτικού  περιβόλου πραγματοποιήθηκαν οι ακόλουθες εργασίες:

  • Συντήρηση και διατήρηση της γενικής μορφής των τμημάτων του περιβόλου, όπως αυτά έφθασαν ως τις μέρες μας, με εξαίρεση τα τμήματα που σώζονταν σε μεγαλύτερο ύψος, στα οποία αποκαταστάθηκαν τα κατεστραμμένα μέτωπα με βάση τη μορφή που είχαν κατά την ολοκλήρωση της κυανής περιόδου.
  • Αποκατάσταση των επιμέρους τμημάτων προσώπων των τοίχων του περιβόλου που είχαν αλλοιωθεί από τις νεωτερικές επεμβάσεις.
  • Τοπικές επεμβάσεις συμπληρώσεων ή ανακτήσεων, προκειμένου να στερεωθούν και να αποκατασταθεί η συνέχεια των σωζόμενων τμημάτων τόσο των πυρήνων όσο και των μετώπων των τοίχων.
  • Επιχωματώσεις για τη διαμόρφωση του άμεσου περιβάλλοντος χώρου, την προστασία της θεμελίωσης καθώς και την ενίσχυση της αναγνωσιμότητας του συνόλου των τμημάτων του περιβόλου.

      Για τμήματα των τοίχων του περιβόλου τα οποία ήταν προσωρινά στηριγμένα με πρόχειρο ξυλότυπο, έγινε χειρωνακτική και με μεγάλη προσοχή αποδόμηση της τοιχοποιίας που βρισκόταν υπό κλίση ετοιμορροπίας, με ταυτόχρονη αρίθμηση και φύλαξη των λίθων που αφαιρέθηκαν. Συγκεκριμένα, για το τμήμα 15, κατασκευάστηκε ειδική διάταξη από σωληνωτό μεταβλητό ικρίωμα, με την ελεγχόμενη ώθηση της οποίας αναιρέθηκε η αρνητική κλίση του τμήματος και ανακτήθηκε κατά το δυνατό η αρχική κατακορυφότητα.

       Συνολικά για τα τμήματα του περιβόλου επιδιώχθηκε η διατήρηση, συντήρηση και στερέωση κατά το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των τοίχων, με τοπικές συμπληρώσεις λίθων και αντικαταστάσεις των φθαρμένων με νέους λίθους ανάλογου μεγέθους και ποιότητας με τους παλαιούς, με όμοιο τρόπο δομής και βαθειά αρμολόγηση στις θέσεις όπου το αρχικό κονίαμα δομής είχε καταστραφεί. Τα διατηρούμενα πρόσωπα συμπληρώθηκαν σε ύψος, κατά μέσον όρο, έως την απόλυτη στάθμη +8,80μ., που τεκμηριώθηκε ως ολοκλήρωση της κυανής οικοδομικής φάσης σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά και με γνώμονα την αποτελεσματική στήριξη και στερέωση του πυρήνα των λιθοδομών. Ο τρόπος δόμησης και οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με το σωζόμενο αυθεντικό υλικό. Ταυτόχρονα με τη δόμηση του προσώπου συμπληρώθηκε και ο πυρήνας του τοίχου μέχρι την ίδια στάθμη.

     Κατά τη διάρκεια των αναγκαίων ανασκαφών αποκαλύφθηκε πλήθος κινητών ευρημάτων (μεταλλικά, κεραμικά, λίθινα κλπ.). (62,63,64,65,66). Η συντήρησή τους πραγματοποιήθηκε στο κατάλληλα εξοπλισμένο για τις ανάγκες του έργου εργαστήριο. Οι μέθοδοι και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, είχαν ως στόχο την διασφάλιση των πληροφοριών και την παράταση ζωής τους. Οι εργασίες συντήρησης, συνεχίζονται έως σήμερα στα εργαστήρια του μουσείου.

Η μακροσκοπική παρατήρηση των κονιαμάτων του οικισμού, έξι χρόνια μετά την εφαρμογή τους, επιβεβαιώνει τόσο την εξαιρετική πρόσφυση στο λίθινο, αλλά και στο εδαφικό υλικό των λιθοδομών, καθώς και την σταθερότητά τους, χωρίς να παρουσιάζονται μεγάλες αλλοιώσεις, παρά μόνο αυτές της φυσικής φθοράς (πάτινα χρόνου).

     Σημαντική ήταν η μέριμνα για την αποστράγγιση των ομβρίων υδάτων του οικισμού μέσω του περιβόλου, η οποία επιδιώχθηκε να αποκατασταθεί τόσο μέσω της διάνοιξης των προϋπαρχόντων οπών όσο και της κατασκευής πρόσθετης αποστραγγιστικής διάταξης κατά μήκος των ψηλότερων τμημάτων του.

Ταυτόχρονα με τις εργασίες αποκατάστασης και αναστήλωσης πραγματοποιήθηκαν και εργασίες ανάδειξης και κατασκευάστηκαν υποδομές εξυπηρέτησης του κοινού, με γνώμονα τη βελτίωση της προσβασιμότητας στο χώρο από όλες τις κατηγορίες των επισκεπτών. Με την πραγματοποίηση των απαραίτητων χωματουργικών εργασιών ενοποιήθηκε το ΝΔ τμήμα του χώρου, με τη διαμόρφωση μιας ομαλής διαδρομής επισκεπτών από πατημένο χώμα που διατρέχει όλο το ΝΔ τμήμα του περιβόλου και προσφέρει βελτιωμένες συνθήκες θέασης του μνημείου. Οι παλαιότερες ξερολιθιές που στήριζαν τα πρανή στο όριο του οικισμού και συγχέονταν με τα αυθεντικά κατάλοιπα αντικαταστάθηκαν από συρματοκιβώτια με πλήρωση από λίθους, μία επέμβαση απόλυτα αναστρέψιμη που δηλώνει με σαφήνεια το σύγχρονο της κατασκευής της. 

Στην είσοδο του χώρου, ένα νέο κτίριο κατασκευάστηκε για να στεγάσει το αμαξίδιο μεταφοράς των ατόμων με κινητικά προβλήματα, ενώ χώροι υγεινής για ΑμεΑ βρίσκονται δίπλα σε αυτό.  Παράλληλα εκσυγχρονίστηκε το φυλάκιο, και ο παλαιότερος εκθεσιακός χώρος με διαδραστικές ψηφιακές εφαρμογές και κατάλληλο εποπτικό υλικό ενώ ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στα άτομα ΑμεΑ με αντίγραφα εκθεμάτων για αφή και ανάγνωση σε πινακίδες Braille.

     Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι τον Μάιο του 2017 δημιουργήθηκε από την ομάδα του έργου εκπαιδευτικό πρόγραμμα για παιδιά Δημοτικού, αλλά και Γυμνασίου, με τίτλο «Σχεδιάζοντας το παρελθόν». Τα παιδιά μέσα από ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού, με τη χρήση  πυξίδας και σχεδίων, ανακάλυπταν τον προϊστορικό οικισμό της Πολιόχνης…                                                 

      Σήμερα, έξι χρόνια μετά από την υλοποίηση του έργου, το μνημείο έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι νησίδες του κεντρικού τομέα έχουν πλέον σαφή και ευδιάκριτα περιγράμματα, η πολεοδομία του χώρου με τον αρχαίο δρόμο να δεσπόζει είναι πιο ευανάγνωστη από ποτέ και ο εμβληματικός νότιος περίβολος της Πολιόχνης, απροσπέλαστος έως το 2016, στέκει πάλι μνημειακός όπως ήταν στην αρχαιότητα, με το επιβλητικό μέτωπό του να υψώνεται σημειακά έως τα 4,5 μέτρα.

      Οι εργασίες όμως στην Πολιόχνη δεν σταματούν εδώ. Η Εφορεία, μετά από την έγκριση της μελέτης της αποκατάστασης του δυτικού τομέα, συνεχίζει το έργο της συντήρησης και αποκατάστασης του χώρου στο δυτικό τμήμα του οικισμού, ενταγμένο στο Tαμείο Ανάκαμψης με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσής του το 2025.

     Όλα τα παραπάνω αποτελούν αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής, διεπιστημονικής συνεργασίας μίας ομάδας ανθρώπων που εργάστηκαν ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί για την προστασία του μνημείου. Είναι το αποτέλεσμα μίας προσπάθειας συλλογικής, πολλών ειδικοτήτων, που συζήτησαν, διαφώνησαν και συμφώνησαν, επαληθεύτηκαν και απογοητεύτηκαν, αλλά τελικά συνεργάστηκαν!

 Φωτογραφίες

Skip to content