Δέπας-αμφικύπελλον
Από γλωσσολογική/φιλολογική άποψη, η ονομασία του αγγείου συντίθεται από τη λέξη δέπας (πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα dheup- , βαθύ, κοίλο, → μυκην. di-pa, αγγείο, ) και τη σύνθετη λέξη, αμφικύπελλο (προθ. αμφί-, και από τις δύο πλευρές, εκατέρωθεν και ουσ. κύπελλο, αγγείο πόσης). Ο όρος δέπας (κούπα), απαντάται αρχικά στον Όμηρο (8ος αι. π.Χ.) για το πολυτελές αγγείο, χρηστικό και σπονδικό, της αριστοκρατικής ελίτ των μυκηναϊκών χρόνων. Ο Αθήναιος (2ος-3ος μ.Χ.) στο έργο του Δειπνοσοφιστές παραδίδει ότι το δέπας είναι η κούπα και το αμφικύπελλο ερμηνεύεται μεταξύ άλλων ως αμφίκυρτον .
Ο Schliemann (1822-1890) ονομάτισε έτσι τα κύπελλα με στενόμακρο κυλινδρικό σώμα και δύο κάθετες καμπυλωτές ή καρδιόσχημες λαβές που εντόπισε αρχικά στην Τροία ΙΙc (≈2400-2200 π.Χ.) θεωρώντας εσφαλμένα ότι ερευνούσε τα στρώματα της μεταγενέστερης Τροίας VII (≈1200 π.Χ), για την οποία μιλούσε ο Όμηρος. Ανεξάρτητα από τα ερμηνευτικά σχήματα που προτείνονται, τα κύπελλα αυτά σηματοδοτούν μια από τις διαγνωστικές πολιτισμικές καινοτομίες που διαχέεται κατά τα τέλη της πρωτόχαλκης περιόδου (ΠΕΧ ΙΙΙ, 2200-2050 π.Χ.) σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο, την Βαλκανική, την Κεντρική και ΝΑ Ανατολία, καθώς και τη Βόρεια Συρία, σε διάφορες παραλλαγές, αποτελώντας διαγνωστικό τύπο της περιόδου και μάρτυρα επαφών.Στην Πολιόχνη ο τύπος εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την κίτρινη οικοδομική φάση (ΠΕΧ ΙΙΙ, 2200-2000 π.Χ), λίγο αργότερα από την Τροία ΙΙc.Τα δέπατα της Πολιόχνης ταξινομήθηκαν σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν τα πιο περίτεχνα αγγεία (λεπτότοιχα και σχεδόν πάντα λειασμένα και επιχρισμένα, συχνά με ζωηρό ερυθρό επίχρισμα, κάποιες φορές από γκρίζο πηλό) ενώ τα αγγεία της δεύτερης είναι σχεδόν πάντοτε πιο ανθεκτικά και βαριά, καταλληλότερα για καθημερινή χρήση.